αινοδότειρα

αινοδότειρα
αἰνοδότειρα (Α)
αυτή που δίνει συμφορές (λέγεται στον πληθ. για τις Ερινύες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δότειρα θηλ. τής λ. δοτὴρ < δίδωμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”